- σανιδάδικο
- τό1) склад пиломатериалов; 2) мастерская плотника
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σανιδάδικο — το, Ν εργαστήριο κατασκευής ή κατάστημα πώλησης σανίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σανιδαδ τού πληθ. σανιδάδες τού σανιδάς + κατάλ. ικο (πρβλ. βενζιν άδ ικο)] … Dictionary of Greek
σανιδάδικο — το εργαστήριο όπου πουλιούνται ή κατασκευάζονται σανίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)